- χρυσίδιον
- τὸ, Α(υποκορ. τού χρυσίον)1. μικρό χρυσό νόμισμα2. μικρό χρηματικό ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσίδιον — χρῡσ̱ίδιον , χρυσίδιον a small piece of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσιδάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χρυσίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ՈՍԿԵԱԿ — (եկայ կամ եկի.) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. χρυσίδιον, χρυσίον, χρυσηΐς , χρυσίτης, χρυσῖτις aureolus, la, auri colorem referens. Ոսկի փոքրիկ կամ ազնիւ եւ սիրելի. եւ ոսկեղինիկ. ոսկեղէն կամ ոսկւոյ նման ինչ. որպէս եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χρυσιδίων — χρῡσ̱ιδίων , χρυσίδιον a small piece of gold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίδια — χρῡσ̱ίδια , χρυσίδιον a small piece of gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)